ἄφαντος

ἄφαντος
ἄφαντ-ος, ον, ([etym.] φαίνομαι)
A made invisible, blotted out,

ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60

;

ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303

, etc.; hidden,

ἄ. ἕρμα A.Ag.1007

(lyr.);

ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297

;

ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46

;

ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832

; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a;

ἔρρειν S.OT560

;

ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606

;

ἐκ χερῶν Id.Hipp.827

(lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible,

νύξ Parm.9.3

.
2 in secret,

ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30

.
3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose,

ἄ. γενέσθαι D.S.3.60

, 4.65, Ev.Luc.24.31;

τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260

J., cf. Sch.Arat. 899.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄφαντος — made invisible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

  • άφαντος — η, ο 1. (από το στερητ. α + φαίνομαι), αυτός που δε φαίνεται, που εξαφανίστηκε: Εδώ και ένα χρόνο έγινε άφαντος. 2. (από το στερητ. α + (υ)φαίνω), αυτός που δεν υφάνθηκε: Το πανί στεκόταν στον αργαλειό άφαντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄφαντον — ἄφαντος made invisible masc/fem acc sg ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντοις — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντου — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen sg ἀ̱φάντου , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make pres imperat act 2nd sg ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντους — ἄφαντος made invisible masc/fem acc pl ἀ̱φάντους , ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντων — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen pl ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντα — ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντοι — ἄφαντος made invisible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”